μάϊδε

μάϊδε
см. μηδέ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μάϊδε" в других словарях:

  • μάιδε — επίρρ. μήτε («μάιδε σε πέτραν έκατσε, μάιδε σ ελιάς κλωνάρι», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • μηδέ — και μήδε και μάιδε και μαϊδέ και μουδέ και μούδε (ΑΜ μηδέ, Μ και μήδε και μήδεν και μηδές και μοῡδε και μουδέν) (συμπλεκτικός σύνδεσμος που συνδέει κατά παράταξη δύο μέρη αρνητικής πρότασης ή ολόκληρες αρνητικές προτάσεις ή σπαν. και μετά από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»