μάϊδε
Смотреть что такое "μάϊδε" в других словарях:
μάιδε — επίρρ. μήτε («μάιδε σε πέτραν έκατσε, μάιδε σ ελιάς κλωνάρι», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
μηδέ — και μήδε και μάιδε και μαϊδέ και μουδέ και μούδε (ΑΜ μηδέ, Μ και μήδε και μήδεν και μηδές και μοῡδε και μουδέν) (συμπλεκτικός σύνδεσμος που συνδέει κατά παράταξη δύο μέρη αρνητικής πρότασης ή ολόκληρες αρνητικές προτάσεις ή σπαν. και μετά από… … Dictionary of Greek